πυλουρος

πυλουρος
    πυλουρός
    πῠλουρός
    ὅ и ἥ Her. = πυλωρός См. πυλωρος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πυλουρος" в других словарях:

  • πυλουρός — Second Report on Dura Europos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλουρός — ὁ, ἡ, Α βλ. πυλωρός …   Dictionary of Greek

  • πυλουροῖσι — πυλουρός Second Report on Dura Europos masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλουροί — πυλουρός Second Report on Dura Europos masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλουρῶν — πυλουρός Second Report on Dura Europos masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»